ημίκλαστος

ημίκλαστος
-η, -ο
τσακισμένος στη μέση: Ημίκλαστο φύλλο χαρτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημίκλαστος — η, ο (Α ἡμίκλαστος, ον) νεοελλ. φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση αρχ. τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλαστος (< κλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ἡμικλάστοις — ἡμίκλαστος half broken masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”